εξιλέωμα

εξιλέωμα
το, -ατος
ό,τι προσφέρεται για εξιλέωση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξιλέωμα — το (Α ἐξιλέωμα) [εξιλεώνω] εξίλασμα …   Dictionary of Greek

  • ἐξιλεώμασιν — ἐξιλέωμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιλεώματα — ἐξιλέωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”